- ἐμβάδες
- ἐμβάδεςSee also: s. βαίνωPage in Frisk: 1,504
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ἐμβάδες — ἐμβάς felt shoe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
Thracian clothing — refers to types of clothing worn mainly by Thracians, Dacians[1] but also by some Greeks.[2] Its best literal descriptions are given by Herodotus and Xenophon in his Anabasis.[1] Depictions are found in a great number of Greek vases and there are … Wikipedia
εμβασίμαλλος — ἐμβασίμαλλος, ον (Μ) αυτός που φορά μάλλινες εμβάδες … Dictionary of Greek
κοκκίς — κοκκίς, ίδος, ή (AM) [κόκκος] μσν. (για τα σύκα) κεγχραμίς* αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἴγειρος» 2. στον πληθ. αἱ κοκκίδες κόκκινες εμβάδες, κόκκινες παντόφλες … Dictionary of Greek
λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek